τζαβέλα

τζαβέλα
η
(λ. γαλλ.), ουσία που καθαρίζει τα ρούχα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τζαβέλα — η, Ν ουσία που καθαρίζει τα ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. (eau de) javel < Javel, πρώην χωριό και σήμερα συνοικία τού Παρισιού, όπου παρασκευαζόταν αυτό το προϊόν] …   Dictionary of Greek

  • Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Moscho Tzavela — (Albanian: Mosko Xhavella, Greek: Μόσχω Τζαβέλα) (1760–1803) was a Souliote heroine of the years before the outbreak of the Greek War of Independence, who has been mentioned in modern Greek and Albanian literature. Moscho Tzavela was a Souliote,… …   Wikipedia

  • Тзавелас, Фотос — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Тзавелас. Фотос Тзавелас греч. Φώτος Τζαβέλας …   Википедия

  • Тзавелас, Ламброс — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Тзавелас. Ламброс Тзавелас греч. Λάμπρος Τζαβέλας Дата рождения 1745 год(174 …   Википедия

  • κάβουρας — I Ονομασία δύο νησίδων του Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων. 2. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται Β της Αντιπάρου και της νησίδας Διπλό, με… …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ — I Το όνομα του πρώτου ανθρώπου κατά την Αγία Γραφή. Η λέξη προέρχεται από το εβραϊκό adamah (καλλιεργήσιμη γη) και αρχικά σήμαινε άνθρωπος, ανθρωπότητα. Στο βιβλίο της Γενέσεως (A’, 26 κε. και B’, 18 κε.) αναφέρεται πως ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και …   Dictionary of Greek

  • Αδαμόχρηστος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αρχιτσέλιγκας από τη Φωκίδα, που του είχε ανατεθεί να διαβιβάσει παραπειστικές επιστολές στους οχυρωμένους στα φρούρια του Ρίου και του Αντίρριου Τούρκους. Κατόρθωσε με την ευφυΐα του να παραπλανήσει τόσο τους… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνόπουλος — I Επώνυμο τριών διακεκριμένων οικογενειών, αγωνιστών του 1821, που προσέφεραν πολλές υπηρεσίες στο ελληνικό έθνος. 1. Οικογένεια από την Ανδρίτσαινα. Δύο από τα μέλη της ήταν αγωνιστές του 1821, o Αντώνιος και ο Γεώργιος. Ο πρώτος σε μικρή ηλικία …   Dictionary of Greek

  • Βόττας, Χρίστος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Χειμάρρα. Πολέμησε υπό τις διαταγές του Τζαβέλα στην Άμπλιανη, στα Πέντε Όρνια κ.α. Το 1825 πολέμησε στο Νεόκαστρο και κατόπιν πήγε στο Μεσολόγγι και πήρε μέρος στην τρίτη πολιορκία. Μετά την Έξοδο, αγωνίστηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”